- νυκτιχαρής
- νυκτῐ-χᾰρής, ές,A rejoicing in the night, PMag.Par.1.1795.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτιχαρής — νυκτιχαρής, ές (Α) αυτός που χαίρεται κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + χαρής(< χαίρω)] … Dictionary of Greek
νυκτιχαρῆ — νυκτιχαρής rejoicing in the night neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νυκτιχαρής rejoicing in the night masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νυκτιχαρής rejoicing in the night masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek